- μουστάριον
- μουστάριον, τὸ (Μ)1. μέτρο οίνου2. είδος γλυκίσματος, μουστάκιον*.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < μοῦστος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μουστάριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουστάρια — μουστάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)